- σατραπεῖον
- σᾰτρᾰπ-εῖον, τό,A palace of a satrap, in pl., Hld.8.12 (bis).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σατραπείον — τὸ, Α [σατράπης] το ανάκτορο σατράπη … Dictionary of Greek
σατραπεῖα — σατραπεῖον palace of a satrap neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατραπείοις — σατραπεῖον palace of a satrap neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατραπείου — σατραπεῖον palace of a satrap neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατραπείων — σατραπεῖον palace of a satrap neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)